υπαλληλία

υπαλληλία
η
1. το να είναι κανείς ταγμένος κάτω από άλλον, υπαγωγή: Η υπαλληλία των εννοιών.
2. το να είναι κανείς υπάλληλος, η ιδιότητα του υπαλλήλου: Με την υπαλληλία δεν κερδίζεις ποτέ πολλά.
3. το σύνολο των υπαλλήλων, η υπαλληλική τάξη: Τα δικαιώματα της εργατιάς και της υπαλληλίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπαλληλία — η, Ν [υπάλληλος] 1. το να υπάγεται κανείς ή κάτι σε κάποιον ή σε κάτι άλλο, υπαγωγή («υπαλληλία εννοιών») 2. το να είναι κανείς υπάλληλος, υπαλληλίκι 3. (περιλπτ.) το σύνολο τών υπαλλήλων· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”